- ισοψηφώ
- (ε) αμετ. получать одинаковое число голосов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισοψηφώ — ισοψηφώ, ισοψήφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισοψηφώ — έω [ισόψηφος] συγκεντρώνω ίσο αριθμό ψήφων … Dictionary of Greek
ισοψηφώ — ισοψήφησα, παίρνω ίσο αριθμό ψήφων: Στις τελευταίες εκλογές αυτοί οι βουλευτές ισοψήφησαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)